ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ

Βασίλειος Δ. Χριστομάνος
Δικήγορος παρ’ Αρείω Πάγω (ΑΜΔΣΘ 7305)
Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής (379/0713)

            Ο Νόμος 4356/22-12-2015 (ΦΕΚ Α 181/24-12-2015) ρυθμίζει σήμερα το σύμφωνο συμβίωσης στην ελληνική έννομη τάξη. Το σύμφωνο συμβίωσης εισήχθη για πρώτη φορά στο ελληνικό Οικογενειακό Δίκαιο με τον Ν. 3719/2008. Σκοπός του Ν. 3719/2008 ήταν να ρυθμίσει ορισμένα μόνο ζητήματα της εκτός γάμου συμβίωσης με τη μορφή του συμφώνου συμβίωσης και όχι να ρυμθμίσει συνολικά την «ελεύθερη ένωση» δύο ετερόφυλων προσώπων.

Ριζική μεταρρύθμιση στο ελληνικό Οικογενειακό Δίκαιο επέφερε ο Ν. 4356/2015 δεδομένου ότι πλέον και ζευγάρια του ίδιου φύλου μπορούν να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης, κάτι το οποίο ρητά απαγορευόταν στον προηγούμενο Ν. 3719/2008. Ο Ν. 4356/2015 επέκτεινε κατ’ ουσίαν τις ρυθμίσεις του Ν. 3719/2008 και στα ομόφυλα ζευγάρια.

Σύμφωνο συμβίωσης είναι κατά τον ορισμό του άρθρου 1 του Ν. 4356/2015 η συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων ανεξάρτητα από το φύλο τους με την οποία ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται συμβολαιογραφικώς και αυτοπροσώπως, ενώ η ισχύς του ξεκινά από την κατάθεσή αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας των προσώπων αυτών, όπου γίνεται καταχώρισή του σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στο Ληξιαρχείο.

Για τη σύναψη του συμφώνου απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, συνεπώς εάν ένα από τα δύο πρόσωπα είναι ανήλικο ή έχει τεθεί σε καθεστώς μερικής ή ολικής στερητικής δικαστικής συμπαράστασης δεν μπορεί να συναφθεί το σύμφωνο εγκύρως.

Σύναψη συμφώνου δεν επιτρέπεται εάν υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερομένων προσώπων ή του ενός από αυτά, εάν μεταξύ των συμβαλλομένων προσώπων υπάρχει συγγένεια εξ αίματος σε ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι τον τέταρτο βαθμό ή εξ αγχιστείας συγγένεια σε ευθεία γραμμή και τέλος μεταξύ του θετού γονέα και του θετού τέκνου.  Αν παρά τις ανωτέρω απαγορεύσεις συναφθεί σύμφωνο θα είναι άκυρο, όπως άκυρο είναι και το εικονικό σύμφωνο.

Το σύμφωνο λύνεται με έναν από τους εξής τρόπους : α) με συμφωνία των μερών που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και αυτοπροσώπως ενώπιον του συμβολαιογράφου, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον προηγουμένως επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση αυτήν και γ) αυτοδικαίως αν συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών (η τελευταία περίπτωση αφορά μόνο ζευγάρια διαφορετικού φύλου, αφού γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών δεν έχει θεσπιστεί στο ελληνικό δίκαιο). Η λύση του συμφώνου ισχύει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου που περιέχει τη συμφωνία ή τη μονομερή δήλωση στο ληξίαρχο όπου έχει καταχωριστεί και η σύστασή του.  Για τη διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη διατροφή μετά το γάμο, εκτός εάν τα μέρη παραιτηθούν από το σχετικό δικαίωμα κατά την κατάρτιση του συμφώνου.

Στις προσωπικές σχέσεις των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ειδική ρύθμιση ως προς το σύμφωνο. Στις μη προσωπικές σχέσεις των μερών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εκτός εάν τα μέρη τις ρυθμίσουν διαφορετικά κατά τη σύναψη του συμφώνου με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης.

Ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κληρονομικού Δικαίου του Αστικού Κώδικα, ωστόσο το ένα ή και τα δύο μέρη κατά την κατάρτιση του συμφώνου μπορούν να παραιτηθούν από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα.

Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του συμφώνου τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η γυναίκα κατάρτισε το σύμφωνο. Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

Η γονική μέριμνα του τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του συμφώνου ανήκει στους δύο γονείς από κοινού, ενώ τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής οι διατάξεις του ΑΚ για τη γονική μέριμνα των τέκνων που κατάγονται από γάμο.

Ως προς το επώνυμο των τέκνων που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του συμφώνου (ή μέσα σε τριακόσιες μέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του) τα τέκνα αυτά φέρουν το επώνυμο που επέλεξαν οι γονείς του με κοινή και αμετάκλητη δήλωσή τους που περιέχεται στο σύμφωνο ή και σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο πριν τη γέννηση του τέκνου. Το επώνυμο που επιλέγεται υποχρεωτικά πρέπει να περιλαμβάνει το επώνυμο του ενός από τους δύο γονείς ή συνδυασμό των επωνύμων τους, όμως δεν μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από δύο επώνυμα. Αν δηλαδή ο ένας από τους δύο γονείς έχει σύνθετο επώνυμο, τότε το επώνυμο του τέκνου θα σχηματιστεί με το πρώτο από τα δύο επώνυμα του γονέα. Αν η δήλωση παραλειφθεί, το τέκνο θα έχει σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του και πρώτο τίθεται το επώνυμο με αρχικό που προηγείται στο αλφάβητο. Το επώνυμο αυτό πρέπει υποχρεωτικά να είναι κοινό για όλα τα τέκνα που προέρχονται από τους γονείς αυτούς που έχουν συνάψει το σύμφωνο.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Το ανωτέρω κείμενο απευθύνεται κυρίως σε πολίτες και όχι μόνο σε νομικούς. Για το λόγο αυτό και για την ουσιαστικότερη κατανόησή του οι πληροφορίες που αναρτώνται είναι γενικές και απλουστευμένες καθώς στοχεύουν στην ενημέρωση των μη νομικών και όχι στη συνεισφορά σε επιστημονικό επίπεδο.