Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει, ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή, σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, από τις 17-4-2001 και εφεξής, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες.

Όμως από την εφαρμογή των ανωτέρω περιορισμών εξαιρείται το προσωπικό, που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ., η πρόσληψη του οποίου διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Περαιτέρω τα Άτομα με Αναπηρίες που απασχολούνται σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή φορείς της, κατ’ εφαρμογή του προγράμματος επιχορήγησης από τον Ο.Α.Ε.Δ. Νέων Θέσεων Εργασίας Ατόμων με Αναπηρίες, τα οποία ο εργοδότης τους επιθυμεί να συνεχίσει να απασχολεί και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, θεωρείται, ως προς όλες τις συνέπειες, ότι τοποθετήθηκαν νόμιμα.

Ο νομοθέτης, λοιπόν, προκειμένου να προστατέψει την εργασία των ατόμων με αναπηρία που προσλαμβάνονται μέσω αυτών των προγραμμάτων, θέσπισε ειδική διάταξη, η οποία καθορίζει ότι  ο εργαζόμενος – ΑμεΑ μετά τη λήξη του επιδοτούμενου προγράμματος νέων θέσεων εργασίας του Ο.Α.Ε.Δ., μπορεί να παραμείνει στη θέση εργασίας του, καθώς εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου.

Από όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφές, ότι ο νόμος εξασφαλίζει περαιτέρω την προαναφερθείσα προστασία και διαμορφώνει μια κατεύθυνση του νομοθέτη, για οιονεί αυτόματη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, εφόσον ο εργοδότης εκφράσει ρητή βούληση, για τη συνέχιση των συμβάσεων αυτών, δηλαδή διευρύνεται το εφαρμοστικό πεδίο και επεκτείνεται η προστασία του νόμου και στη συνέχιση της απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία, μετά την κατά τα άνω πρόσληψή τους, για ορισμένο χρονικό διάστημα. Επομένως, για τις συμβάσεις αυτές δεν έχει εφαρμογή η απαγόρευση συνεχίσεώς τους, αφού το νομοθετικό καθεστώς, που εδράζεται στην αρχή της ανάγκης ειδικής προστασίας των ατόμων με αναπηρία, είναι ειδικό, έναντι των άνω διατάξεων, κατά τα προαναφερθέντα.

Σε περίπτωση που αντίθετα με τα ανωτέρω ο εργοδότης ή ο φορέας προχωρήσουν σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζόμενου ΑμεΑ που προσλήφθηκε δυνάμει του ανωτέρω προγράμματος του ΟΑΕΔ, η καταγγελία αυτή θεωρείται άκυρη και ο εργαζόμενος μπορεί σε αποκλειστική προθεσμίας τριών μηνών να προσφύγει ενώπιον των αστικών δικαστηρίων και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να αξιώσει την ακύρωση της καταγγελίας, την αναγνώριση της σύμβασης εργασίας του ως αορίστου χρόνου από την αρχική πρόσληψή του, την επάνοδό του στην εργασία του με τις ίδιες συνθήκες, την καταβολή των μισθών υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα που δεν εργαζόταν μέχρι την επάνοδό του στην εργασία καθώς και οποιαδήποτε άλλη ζημία υπέστη από την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του.