ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΘΥΜΑΤΩΝ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ

Η ενδοοικογενειακή βία είναι αδίκημα που τιμωρείται από το νόμο 3500/2006 και από τις διατάξεις 312 και 333 του νέου Ποινικού Κώδικα.  Ο όρος της οικογένειας περιλαμβάνει και τα συντροφικά σχήματα.

Στην έννοια της βίας δεν περιλαμβάνονται μόνο περιστατικά σωματικής βλάβης, αλλά και κάθε είδους λεκτική, ψυχολογική ή σεξουαλική κακοποίηση, η οποία στρέφεται κατά αδυνάμων προσώπων. Η πλειοψηφία των περιστατικών αυτών αφορά σε θύματα γυναίκες και σε ανήλικους.  Ο ποινικός νομοθέτης επιφυλάσσει αυστηρότερη μεταχείριση στους δράστες εγκλημάτων οικογενειακής βίας, καθώς δεν πρόκειται για μία ιδιωτική υπόθεση, αλλά για μία σοβαρή κοινωνική παθογένεια, που παραβιάζει ατομικές ελευθερίες. Το φαινόμενο αυτό, εκδηλώνεται πρωτίστως εις βάρος των γυναικών, παραβιάζοντας ευθέως τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των δύο φύλων (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος).

Συγκεκριμένα, όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή σε ανήλικο, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με το δράστη ή έχουν μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας, τιμωρείται: α.) για την περίπτωση τέλεσης απλής σωματικής βλάβης με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, β.) για την περίπτωση επικίνδυνης σωματικής βλάβης, που θα μπορούσε δηλαδή να επιφέρει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη , με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ.) για την περίπτωση της βαριάς σωματικής βλάβης με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και δ.) για την περίπτωση της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης με κάθειρξη (άρθρα 312 §1 ΠΚ και 6 §1 και 2 Ν.3500/2006). Οι ίδιες ποινές επιβάλλονται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, ενώ σε περίπτωση που το θύμα είναι έγκυος, το γεγονός αυτό συνιστά επιβαρυντική περίσταση (άρθρο 312 §2 ΠΚ και 6 §3 Ν.3500/2006). Ιδιαίτερη προστασία παρέχει ο νόμος και στα ανήλικα πρόσωπα, εφόσον οι σωματικές βλάβες ενώπιον ανηλίκου εξομοιώνονται με σωματικές βλάβες εις βάρος του. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην προστασία της ευαίσθητης ψυχοσύνθεσης των ανηλίκων και στην αποτροπή υιοθέτησης παρόμοιων εγκληματικών συμπεριφορών κατά την ενήλικη ζωή τους (άρθρο 312 §3 ΠΚ). Επιπροσθέτως, στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 333 ΠΚ προβλέπεται διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος της απειλής, όπου και επιβάλλεται ποινή φυλάκισης έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη τελέστηκε σε βάρος προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή σε βάρος ανηλίκου (βλ. και αντίστοιχη ρύθμιση των άρθρων 7 και 9 Ν.3500/2006).

Σε περίπτωση τέλεσης των παραπάνω αναφερόμενων αδικημάτων και κατά ρητή επιταγή της διάταξης 17 §1 Ν.3500/2006 δεν απαιτείται η υποβολή έγκλησης. Κανόνας δηλαδή είναι η αυτεπάγγελτη δίωξη του εγκλήματος κατ’ άρθρο 37 ΚΠΔ, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη πληροφορία ότι διαπράχθηκε η αξιόποινη πράξη. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 17 § 2 Ν. 3500/2006 για τα πλημμελήματα των άρθρων 6,7,9 και 10 εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία (άρθρα 417 επ. ΚΠΔ). Σε περίπτωση δε που υποβληθεί έγκληση, δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της ενδοοικογενειακής βίας (άρθρο 28 §2 Ν. 4055/2012).

Κατά τη διενέργεια της προανάκρισης από τον αρμόδιο υπάλληλο υπάρχει υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας. Οι αρμόδιες αρχές απαγορεύεται να ανακοινώνουν με οποιοδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος και του κατηγορούμενου, τη διεύθυνση της κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Οι παραβάτες της διάταξης αυτής τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών (άρθρο 20 Ν. 3500/2006).

Από πλευράς οικογενειακού δικαίου, η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να προταθεί από τον ενάγοντα σύζυγο κατά του εναγόμενου-δράστη ως λόγος διαζυγίου, καθώς αποτελεί τεκμήριο ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης κατ’ άρθρο 1439 ΑΚ. Σε περίπτωση δε που ασκείται κατά ανηλίκου προσώπου από τον πατέρα ή τη μητέρα αυτού, συνεπάγεται κακή άσκηση του καθήκοντος επιμέλειας του τέκνου και μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο, ιδίως η αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον ένα γονέα και η ανάθεσή της αποκλειστικά στον άλλον (1532 ΑΚ). Σε κάθε περίπτωση επιτρεπτή είναι και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, ιδίως η απομάκρυνση του καθ΄ου από την οικογενειακή στέγη, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του αιτούντος ( βλ. άρθρα 15 Ν. 3500/2006 και 735 ΚπολΔ).

Η αυστηρή αντιμετώπιση των φαινομένων οικογενειακής βίας, τόσο σε επίπεδο εγκληματικής συμπεριφοράς, όσο και στη ρύθμιση των καταστάσεων που προκύπτουν σε επίπεδο οικογενειακού δικαίου, ενισχύει σημαντικά την προσπάθεια μείωσης των περιστατικών. Τούτο συνεπικουρείται και από τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στη δικαιοσύνη ( με τους παραπάνω αναφερόμενους τρόπους), ώστε να ενθαρρύνονται τα θύματα να προβούν στην καταγγελία των εις βάρος τους τελούμενων πράξεων. Σε κάθε περίπτωση, οι αστυνομικές αρχές έχουν και την υποχρέωση να ενημερώνουν τα θύματα για τη δυνατότητα παροχής αρωγής και για τους αρμόδιους φορείς παροχής της (όπως για υποστηρικτικές γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης και κοινωνικές υπηρεσίες για την παροχή στέγης).

 

Βασδάρη Μυρτώ – Δόμνα

Δικηγόρος Θεσσαλονίκης