Διάκριση μεταξύ νέων και παλαιών διατάξεων αναφορικά με την επιβολή προστίμου ποσού 10.550 Ευρώ για την αδήλωτη – ανασφάλιστη εργασία

Αρχικά δυνάμει της Φ.11321/11115/802/2.6.2014 είχε καθοριστεί το ύψος και ο τρόπος υπολογισμού των προστίμων και κυρώσεων που επιβάλλονται, κατά δέσμια αρμοδιότητα, από την ΕΥΠΕΑ και τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ σε περίπτωση που διαπιστώνονταν ότι κάποιος εργοδότης απασχολεί υπαλλήλους οι οποίοι δεν είναι καταχωρημένοι νομότυπα στο σύστημα Εργάνη, δηλαδή για την περίπτωση που ο εργοδότης απασχολεί ανασφάλιστους εργαζόμενους.

Σήμερα και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5-8 του Ν. 4554/18 όπως συμπληρώθηκε από τα άρθρα 65 επ. του Ν. 4635/2019, ορίζεται νέος τρόπος ρύθμισης των προστίμων που επιβάλλονται στον εργοδότη σε περίπτωση που αυτός αποδέχεται το πρόστιμο που του έχουν επιβάλλει τα αρμόδια όργανα και δεν θέλει να ασκήσει προσφυγή κατά της πράξης επιβολής προστίμου, παραιτούμενος από οποιοδήποτε ένδικο μέσο ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. Κύρια σημεία του νέου νόμου σε σχέση με τον προϊσχύσαντα είναι η μη διάκριση των εργαζομένων όσον αφορά το ύψος των προστίμων, η διαφορετική ρύθμιση – έκπτωση στον τρόπο εξόφλησης του προστίμου, η διαφορετική αντιμετώπιση στην υποτροπή του εργοδότη, η κατάργηση του προστίμου για τη μη τήρηση πίνακα προσωπικού και η υποχρεωτική παραίτηση από οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα.

Όλα τα κατωτέρω αφορούν τις περιπτώσεις που ο ελεγχόμενος εργοδότης θεωρεί ότι ορθώς του επιβλήθηκε το πρόστιμο και δε θέλει να ασκήσει προσφυγή κατά της πράξης επιβολής προστίμου. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει αν απευθυνθεί εντός διμήνου σε εξειδικευμένο δικηγορικό γραφείο.

Ειδικότερα με το νέο θεσμικό πλαίσιο πέραν των άλλων ρυθμίζονται:

1)  Ύψος Επιβαλλόμενων Προστίμων για Αδήλωτη Εργασία

Α. Βασικό Ποσό Προστίμου:

Με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 4554/2018, καθορίζεται το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 10.500€, για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο που εντοπίζεται κατά τον επιτόπιο έλεγχο και για τον οποίο διαπιστώνεται η μη αναγραφή του σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού Ε4, ανεξαρτήτως ηλικίας και ειδικότητας σε αντίθεση με τον παλαιότερο νόμο που διέκρινε τα πρόστιμα σε υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες καθώς και σε αυτούς που είχαν συμπληρώσει ή όχι το 25ο έτος της ηλικίας τους. Πλέον το πρόστιμο είναι ένα και κοινό για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο.

Η πράξη επιβολής προστίμου συντάσσεται και επιδίδεται στον εργοδότη εντός επτά (7) εργάσιμων ημερών από την ημέρα επίδοσης του Δελτίου Ελέγχου σε αυτόν, ενώ με τον προηγούμενο νόμο η κοινοποίηση έπρεπε να λάβει χώρα εντός 5 εργασίμων ημερών.

Β. Υποτροπή Εργοδότη

Σε περίπτωση υποτροπής του εργοδότη, η οποία διαπιστώνεται εντός τριών (3) ετών από τον πρώτο έλεγχο που διενεργήθηκε από την ημέρα ισχύος του κοινοποιούμενου νόμου, το βασικό ποσό προστίμου των 10.500€ προσαυξάνεται ως εξής:

α) κατά 100% για την πρώτη μετά την αρχική παράβαση και
β) κατά 200% για κάθε μεταγενέστερη παράβαση από αυτήν της παραπάνω περίπτωσης. Διαφορετικά στο προϊσχύοντα νόμο προβλέπονταν ότι σε περίπτωση υποτροπής της επιχείρησης/εργοδότη για την παραπάνω παράβαση, επιβάλλονταν, πέραν του χρηματικού προστίμου, προσωρινή ή οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης στις οποίες έχει διαπραχθεί η παράβαση.

2) Δικαίωμα και Προϋποθέσεις Έκπτωσης Προστίμου

Με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 4554/18 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 66 του Ν.4635/2019, παρέχεται το δικαίωμα της έκπτωσης στο βασικό ποσό του προστίμου, εφόσον ο εργοδότης προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης διάρκειας τουλάχιστον 12 μηνών με τον εργαζόμενο που εντοπίστηκε ως αδήλωτος, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου. Στην περίπτωση αυτή το πρόστιμο ορίζεται στο ποσό των 2.000 Ευρώ.

Ειδικά στις περιπτώσεις εποχικών εργασιών, το ανωτέρω πρόστιμο ορίζεται στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης διάρκειας, τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εφόσον ο χρόνος λειτουργίας της εποχικής επιχείρησης ή εκμετάλλευσης δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση του ελάχιστου απαιτούμενου χρόνου απασχόλησης (τρίμηνο), ο εργοδότης υποχρεούται να συμπληρώσει τον υπόλοιπο χρόνο του τριμήνου κατά την επόμενη περίοδο λειτουργίας. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί υποχρέωσης επαναπρόσληψης εργαζομένων εποχικών επιχειρήσεων δεν θίγονται.

Αντίθετα και σύμφωνα με τον προηγούμενο νόμο το πρόστιμο καταβάλλονταν στις αρμόδιες υπηρεσίες του Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών (10) από την ημερομηνία επίδοσης της Πράξης Επιβολής Προστίμου. Σε περίπτωση εμπρόθεσμης καταβολής του βεβαιωμένου προστίμου παρέχονταν έκπτωση ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) επί του επιβληθέντος προστίμου.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο προκειμένου για τη χορήγηση του δικαιώματος της έκπτωσης, ο εργοδότης αποδέχεται το πρόστιμο και παραιτείται του δικαιώματος άσκησης των προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων, ενώ στον προισχύοντα νόμο κάτι τέτοιο δεν ήταν υποχρεωτικό, αντίθετα ο εργοδότης είχε τη δυνατότητα να καταβάλλει το πρόστιμο εκμεταλλευόμενος την έκπτωση του 30% επί του προστίμου ασκώντας παράλληλα και προσφυγή κατά της πράξης επιβολής προστίμου.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο ο εργοδότης δεν δύναται να κάνει χρήση του δικαιώματος της έκπτωσης, εφόσον υπάρχει διαπιστωμένη υποτροπή αυτού, αντίθετα με τον προισχύοντα νόμο που είχε το δικαίωμα της έκπτωσης χωρίς κανένα άλλο περιορισμό πέραν της εμπρόθεσμης αποπληρωμής.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο πέραν της βασικής προϋπόθεσης της πρόσληψης του εργαζομένου που εντοπίστηκε ως αδήλωτος ο εργοδότης υποχρεούται επιπλέον να καταβάλλει το επιβληθέν μειωμένο ποσό του προστίμου, που αντιστοιχεί ανά περίπτωση σε συνάρτηση με τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών (αντί 10 εργασίμων ημερών σύμφωνα με τον προϊσχύοντα νόμο) από την ημερομηνία επίδοσης της Πράξης Επιβολής Προστίμου.

 Πέραν των ανωτέρω και προκειμένου ο εργοδότης να διατηρήσει το δικαίωμα των παραπάνω εκπτώσεων, δεν επιτρέπεται να προβεί σε μείωση του προσωπικού από την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου και καθ’ όλη τη διάρκεια της επιλεγείσας σύμβασης, κατά τα ανωτέρω.

Ως μείωση του προσωπικού θεωρείται: α) η μείωση του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνταν συνολικά στην επιχείρηση, την ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, προσαυξημένου με αυτού ή αυτών που προσέλαβε ο εργοδότης προκειμένου να λάβει την έκπτωση, β) η καταγγελία σύμβασης εργασίας, γ) η εθελούσια έξοδος κατόπιν πρωτοβουλίας του εργοδότη, μέσω προγραμμάτων παροχής κινήτρων εθελουσίας εξόδου και δ) η οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο διορισμός στο Δημόσιο.

Αντίθετα, στην έννοια της μείωσης του προσωπικού, δεν περιλαμβάνονται οι κάτωθι ενδεικτικές περιπτώσεις : α) η συνταξιοδότηση εργαζομένου, β) η λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου, που είχε συναφθεί πριν την ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, λόγω παρόδου της συμφωνηθείσας διάρκειας, γ) η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ύστερα από την υποβολή μήνυσης του εργοδότη κατά εργαζομένου, σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινης πράξης από τον τελευταίο, δ) η φυλάκιση ή ο θάνατος εργαζομένου, ε) η αδυναμία ανανέωσης της άδειας διαμονής και πρόσβασης στην αγορά εργασίας αλλοδαπού εργαζομένου.

Σε περίπτωση που υπάρξει αλλαγή καθεστώτος απασχόλησης εργαζομένων από πλήρη σε μερική ή εκ περιτροπής ή σε περίπτωση που εργαζόμενος τεθεί σε διαθεσιμότητα, ο εργοδότης χάνει το δικαίωμα της έκπτωσης και η Υπηρεσία προβαίνει στη βεβαίωση του υπολειπόμενου του αρχικού προστίμου ποσού.

Τέλος ο νέος νόμος κατήργησε σε πρώτη φάση το αυτοτελές πρόστιμο ποσού 500,00€ για μη τήρηση του Πίνακα Προσωπικού (Ε4), ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και η τρίμηνη αναδρομική ασφάλιση που είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα πέραν του προστίμου που επιβάλλονταν.

 

Βασίλειος Δ. Χριστομάνος
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω