ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ

Βασίλειος Δ. Χριστομάνος
Δικήγορος παρ’ Αρείω Πάγω (ΑΜΔΣΘ 7305)
Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής (379/0713)

            Ο καθορισμός συνολικής ποινής (συγχώνευση) προϋποθέτει ύπαρξη κατά του αυτού προσώπου περισσότερων της μιας καταδικαστικών αποφάσεων. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΑΠ (Ολομ. ΑΠ 4/2005) δεν απαιτείται οι καταδικαστικές αποφάσεις να είναι αμετάκλητες, παρότι η γραμματική διατύπωση του άρθρου 551 παρ. 1 ΚΠΔ το απαιτεί.

            Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 4 εδ. α ΚΠΔ η αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής υποβάλλεται από τον καταδικασθέντα ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική εντολή γι’ αυτό. Αν αυτός που υποβάλλει την αίτηση κρατείται, τότε δεν είναι υποχρεωτική η προσαγωγή του στο δικαστήριο και μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο που διορίζεται με απλή επιστολή, την οποία πρέπει να έχει θεωρήσει ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης,  με την οποία χορηγεί την πληρεξουσιότητα στο συνήγορο και αιτείται τη συγχώνευση των ποινών.

            Ο προσερχόμενος αυθορμήτως ενώπιον του Εισαγγελέως Εκτελέσεως Ποινών προς υποβολή αιτήσεως συγχωνεύσεως των ποινών του πρέπει προηγουμένως να έχει μεριμνήσει δια συνηγόρου νομίμως εξουσιοδοτημένου να ενημερωθεί επί του φακέλου του, του τηρούμενου στο τμήμα εκτελέσεως της Εισαγγελίας, κατά τρόπο, ώστε να γνωρίζει ποιες ακριβώς αποφάσεις εκκρεμούν εναντίον του. Κατόπιν προσέρχεται και υποβάλλει σχετική αίτηση στην οποία αναγράφονται οι προς συγχώνευση αποφάσεις με τη σειρά (ποινή βάσης-συντρέχουσες επί μέρους ποινές) και παραιτείται από την προθεσμία κλητεύσεως και την κλήτευσή του. Η αίτηση συνοδεύεται :

1) από υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 περιέχουσα τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας του αιτούντος, Α.Φ.Μ. και διεύθυνση κατοικίας, 2) επικυρωμένα αντίγραφα των καταδικαστικών αποφάσεων (αποσπάσματα ανέκκλητων-πλήρη πρακτικά εφέσιμων). Τα αντίγραφα των αποφάσεων πρέπει να επικυρώνονται από το γραμματέα του αρχείου του οικείου δικαστηρίου. Οι επιμέρους ποινές, εφόσον είναι συνολικές, θα πρέπει να αναφέρονται στα αντίγραφα αναλυτικά. Οι εφέσιμες (αλλά εκτελεστές) αποφάσεις, θα πρέπει να συνοδεύονται από βεβαίωση του γραμματέως του Τμήματος Ποινικών ενδίκων μέσων του οικείου δικαστηρίου περί του ότι του αν ασκήθηκε κατά αυτών ένδικο μέσο. Για τις αποφάσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης, πρέπει πρώτα να ανακληθούν οι τυχόν αναστολές, ώστε οι αποφάσεις να είναι άμεσα εκτελεστές.

            Με την υποβολή αιτήσεως για συγχώνευση των ποινών οι οποίες επιβλήθηκαν με περισσότερες εκτελεστές καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος ενός κατηγορουμένου είναι προφανές πως ο τελευταίος επωφελείται. Και αυτό γιατί δεν καλείται πια να εκτίσει αθροιστικά τις ποινές που του επιβλήθηκαν με τις περισσότερες αποφάσεις. Αντιθέτως αν τελικώς γίνει δεκτή από το δικαστήριο η υποβληθείσα αίτησή του, τότε θα κληθεί πλέον να εκτίσει μία και μοναδική συνολική ποινή. Η δε συνολική ποινή είναι οπωσδήποτε πολύ μικρότερης χρονικής διάρκειας από το άθροισμα των επιμέρους ποινών που επιβλήθηκαν με τις περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, αν σε βάρος ενός κατηγορουμένου επιβλήθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με πέντε καταδικαστικές αποφάσεις ποινές φυλακίσεως 2 ετών, 3 ετών, 3 ετών, 4 ετών και 5 ετών αντίστοιχα, τότε το άθροισμα των ποινών αυτών φτάνουν τα 17 έτη φυλάκισης. Αν γίνει όμως συγχώνευση των ποινών αυτών, με την επαύξηση της διάρκειας της βαρύτερης επιβληθείσας ποινής κατά ένα έτος για την πρώτη, κατά ενάμιση έτος για τη δεύτερη, κατά ενάμιση έτος για την τρίτη και κατά δύο έτη για την τέταρτη (5+1+1,5+1,5+2) και ανάλογα με την κρίση του δικαστηρίου για το ποσοστό της επαύξησης της κύριας ποινής τότε η συνολική ποινή θα καθοριστεί ενδεχομένως στα 11 έτη φυλακίσεως. Η διάσταση της διάρκειας του αθροίσματος των μη συγχωνευμένων ποινών και της διάρκειας της συνολικής καθορισθείσης ποινής είναι συνεπώς προφανής (17 έτη φυλάκισης στην πρώτη περίπτωση, ενδεχομένως 11 έτη φυλακίσεως στη δεύτερη).

            Για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη από τις ποινές και εάν πρόκειται για ποινές ίσης διάρκειας λαμβάνεται υπόψη η νεώτερη απόφαση. Αν όμως μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που έχει καθορίσει αμετάκλητα συνολική ποινή και αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις, τότε για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή.

            Αρμοδιότητα για τον καθορισμό της συνολικής ποινής που πρέπει να εκτιθεί έχει το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, αν την ποινή που λαμβάνεται ως βάση επέβαλε το Μονομελές ή το Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το Πταισματοδικείο, τότε αρμόδιο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής είναι το δικαστήριο αυτό. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αρμόδιο για καθορισμό συνολικής ποινής είναι το Μονομελές Εφετείο.

        Το δικαστήριο αποφαίνεται, αφού ακούσει τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του καθώς και τον εισαγγελέα.

       Κατά της αποφάσεως αυτής μπορεί να ασκηθεί το ένδικο μέσο της αναιρέσεως από τον καταδικασμένο και από τον εισαγγελέα.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Το ανωτέρω κείμενο απευθύνεται κυρίως σε πολίτες και όχι μόνο σε νομικούς. Για το λόγο αυτό και για την ουσιαστικότερη κατανόησή του οι πληροφορίες που αναρτώνται είναι γενικές και απλουστευμένες καθώς στοχεύουν στην ενημέρωση των μη νομικών και όχι στη συνεισφορά σε επιστημονικό επίπεδο.

ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ

Βασίλειος Δ. Χριστομάνος
Δικήγορος παρ’ Αρείω Πάγω (ΑΜΔΣΘ 7305)
Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής (379/0713)

            Ο Νόμος 4356/22-12-2015 (ΦΕΚ Α 181/24-12-2015) ρυθμίζει σήμερα το σύμφωνο συμβίωσης στην ελληνική έννομη τάξη. Το σύμφωνο συμβίωσης εισήχθη για πρώτη φορά στο ελληνικό Οικογενειακό Δίκαιο με τον Ν. 3719/2008. Σκοπός του Ν. 3719/2008 ήταν να ρυθμίσει ορισμένα μόνο ζητήματα της εκτός γάμου συμβίωσης με τη μορφή του συμφώνου συμβίωσης και όχι να ρυμθμίσει συνολικά την «ελεύθερη ένωση» δύο ετερόφυλων προσώπων.

Ριζική μεταρρύθμιση στο ελληνικό Οικογενειακό Δίκαιο επέφερε ο Ν. 4356/2015 δεδομένου ότι πλέον και ζευγάρια του ίδιου φύλου μπορούν να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης, κάτι το οποίο ρητά απαγορευόταν στον προηγούμενο Ν. 3719/2008. Ο Ν. 4356/2015 επέκτεινε κατ’ ουσίαν τις ρυθμίσεις του Ν. 3719/2008 και στα ομόφυλα ζευγάρια.

Σύμφωνο συμβίωσης είναι κατά τον ορισμό του άρθρου 1 του Ν. 4356/2015 η συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων ανεξάρτητα από το φύλο τους με την οποία ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται συμβολαιογραφικώς και αυτοπροσώπως, ενώ η ισχύς του ξεκινά από την κατάθεσή αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας των προσώπων αυτών, όπου γίνεται καταχώρισή του σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στο Ληξιαρχείο.

Για τη σύναψη του συμφώνου απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, συνεπώς εάν ένα από τα δύο πρόσωπα είναι ανήλικο ή έχει τεθεί σε καθεστώς μερικής ή ολικής στερητικής δικαστικής συμπαράστασης δεν μπορεί να συναφθεί το σύμφωνο εγκύρως.

Σύναψη συμφώνου δεν επιτρέπεται εάν υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερομένων προσώπων ή του ενός από αυτά, εάν μεταξύ των συμβαλλομένων προσώπων υπάρχει συγγένεια εξ αίματος σε ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου μέχρι τον τέταρτο βαθμό ή εξ αγχιστείας συγγένεια σε ευθεία γραμμή και τέλος μεταξύ του θετού γονέα και του θετού τέκνου.  Αν παρά τις ανωτέρω απαγορεύσεις συναφθεί σύμφωνο θα είναι άκυρο, όπως άκυρο είναι και το εικονικό σύμφωνο.

Το σύμφωνο λύνεται με έναν από τους εξής τρόπους : α) με συμφωνία των μερών που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και αυτοπροσώπως ενώπιον του συμβολαιογράφου, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον προηγουμένως επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση αυτήν και γ) αυτοδικαίως αν συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών (η τελευταία περίπτωση αφορά μόνο ζευγάρια διαφορετικού φύλου, αφού γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών δεν έχει θεσπιστεί στο ελληνικό δίκαιο). Η λύση του συμφώνου ισχύει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου που περιέχει τη συμφωνία ή τη μονομερή δήλωση στο ληξίαρχο όπου έχει καταχωριστεί και η σύστασή του.  Για τη διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη διατροφή μετά το γάμο, εκτός εάν τα μέρη παραιτηθούν από το σχετικό δικαίωμα κατά την κατάρτιση του συμφώνου.

Στις προσωπικές σχέσεις των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική ειδική ρύθμιση ως προς το σύμφωνο. Στις μη προσωπικές σχέσεις των μερών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εκτός εάν τα μέρη τις ρυθμίσουν διαφορετικά κατά τη σύναψη του συμφώνου με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης.

Ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κληρονομικού Δικαίου του Αστικού Κώδικα, ωστόσο το ένα ή και τα δύο μέρη κατά την κατάρτιση του συμφώνου μπορούν να παραιτηθούν από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα.

Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του συμφώνου τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η γυναίκα κατάρτισε το σύμφωνο. Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

Η γονική μέριμνα του τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του συμφώνου ανήκει στους δύο γονείς από κοινού, ενώ τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής οι διατάξεις του ΑΚ για τη γονική μέριμνα των τέκνων που κατάγονται από γάμο.

Ως προς το επώνυμο των τέκνων που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του συμφώνου (ή μέσα σε τριακόσιες μέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του) τα τέκνα αυτά φέρουν το επώνυμο που επέλεξαν οι γονείς του με κοινή και αμετάκλητη δήλωσή τους που περιέχεται στο σύμφωνο ή και σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο πριν τη γέννηση του τέκνου. Το επώνυμο που επιλέγεται υποχρεωτικά πρέπει να περιλαμβάνει το επώνυμο του ενός από τους δύο γονείς ή συνδυασμό των επωνύμων τους, όμως δεν μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από δύο επώνυμα. Αν δηλαδή ο ένας από τους δύο γονείς έχει σύνθετο επώνυμο, τότε το επώνυμο του τέκνου θα σχηματιστεί με το πρώτο από τα δύο επώνυμα του γονέα. Αν η δήλωση παραλειφθεί, το τέκνο θα έχει σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του και πρώτο τίθεται το επώνυμο με αρχικό που προηγείται στο αλφάβητο. Το επώνυμο αυτό πρέπει υποχρεωτικά να είναι κοινό για όλα τα τέκνα που προέρχονται από τους γονείς αυτούς που έχουν συνάψει το σύμφωνο.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Το ανωτέρω κείμενο απευθύνεται κυρίως σε πολίτες και όχι μόνο σε νομικούς. Για το λόγο αυτό και για την ουσιαστικότερη κατανόησή του οι πληροφορίες που αναρτώνται είναι γενικές και απλουστευμένες καθώς στοχεύουν στην ενημέρωση των μη νομικών και όχι στη συνεισφορά σε επιστημονικό επίπεδο.